προκατασκέπτομαι

προκατασκέπτομαι
Α
εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”